- πύππαξ
- ή πυππάξ Α1. επιφώνημα θαυμασμού («πυππάξ, ὦ Ἡράκλεις, ἔφη, καλοῡ λόγου», Πλάτ.)2. (κατά τον Φώτ.) «πύππαξ ἐπίφθεγμα σχετλιασμοῡὡς πένθους ἀμετάφραστον».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυππάξ — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύππαξ — bravo indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυππάζω — Α [πύππαξ] φωνάζω πύππαξ … Dictionary of Greek
υπερπυππάζω — Α (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) αναφωνώ με θαυμασμό που ξεπερνά τα συνηθισμένα και φυσιολογικά μέτρα («οἱ δ ὑπερεπῄνουν ὑπερεπύππαζόν τέ με ἅπαντες», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πυππάζω «αναφωνώ με θαυμασμό» (< πύππαξ «επιφώνημα… … Dictionary of Greek
φύππαξ — Α επιφών. (κατά τον Ησύχ.) «πύππαξ» … Dictionary of Greek